Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας Βασιλιάς που ήταν πολύ πλούσιος και πολύ χοντρός. Ήταν πλούσιος επειδή πολλοί άνθρωποι εργάστηκαν γι’ αυτόν, και ήταν χοντρός επειδή έτρωγε και έπινε πολύ. Αλλά ήταν ένας αρκετά απασχολημένος Βασιλιάς. Κάθε μέρα πήγαινε έξω στους κήπους του για να παρακολουθήσει τους κηπουρούς που φρόντιζαν τις μηλιές και τις πορτοκαλιές και τις ροδακινιές του. Κάθε μέρα πήγαινε να δει τους υφαντές του μεταξιού που ύφαιναν το πουκάμισά του και φυσικά κάθε μέρα πήγαινε να επιβλέψει τους ξυλουργούς του που κατασκεύαζαν τα κρεβάτια και τα τραπέζια του, τις σκάλες και τα καδρόνια για όλο το παλάτι του.
Όπου και να πήγαινε, έπαιρνε μαζί του και τον πιστό του φίλο, τον Λόρδο Κλειδοκράτωρ. Αυτός ο πιστός του φίλος ήταν σχεδόν τόσο ευτυχής όσο και ο Βασιλιάς, ή έπρεπε να προσποιούνταν, έτσι κι αλλιώς, γιατί παντού όπου και να πήγαινε ακολουθώντας τον Βασιλιά έπρεπε να τραγουδήσει τα δύο αγαπημένα του τραγούδια, το Ένα δύο τρία οπ
τό `ριξα στο σορολόπ… και το Όμορφη μέρα μαζί ξαναρχίζουμε…
Μία ημέρα όμως, πριν ο χοντρός και ευτυχισμένος Βασιλιάς και ο Λόρδος Κλειδοκράτωρ κάνουν την συνηθισμένη τους επίσκεψη, ένας από τους κηπουρούς, ένα από τους υφαντές και ένας από τους ξυλουργούς κάθονταν και μιλούσαν.
Ο γέρο-Γιακουμής, ο κηπουρός μίλησε πρώτος.
“Μάγκες, δεν θα πιστέψτε αυτό που θα σας πω. Στα χρόνια που βρίσκομαι στη δούλεψη του Βασιλιά πρέπει να έχω σηκώσει τόνους και τόνους μήλα από τις μηλιές στο περιβόλια του Βασιλιά, και ξέρετε, έχω φάει σχεδόν όσα χωράνε σε αυτά τα δύο χέρια.”
Μετά πήρε σειρά ο Μηνάς, ο υφαντής του μεταξιού.
“Λοιπόν, δεν ξέρω τί λες εσύ Γιακουμή, αλλά εγώ τουλάχιστον πρέπει να έχω υφάνει αρκετό μετάξι στα χρόνια μου για να δέσω με κλωστή όλον τον κόσμο και δεν έχω αρκετό ύφασμα, πόσο μάλλον μετάξι, για να μπαλώσω την τρύπα στο παντελόνι μου.”
Και στο τέλος μίλησε ο μάστρο-Γιάννης ο ξυλουργός. “Εσείς οι δύο καλά είστε. Ελάτε σπίτι μου απόψε, και θα σας δείξω το πιο πολύτιμο από τα υπάρχοντά μου. Ένα τρίποδο τραπέζι! Όταν έχουμε δείπνο, ένας από μας με τη σειρά κάνει το τέταρτο πόδι. Δεν μπορώ να το αντέξω όταν σκέφτομαι την ξυλεία που χρησιμοποιήσαμε για να χτίσουμε τις σκάλες που οδηγούν στην κρεβατοκάμαρά του Βασιλιά.”
“Θα πάω να ζητήσω βοήθεια από τον Βασιλιά”, δήλωσε ο Γέρο-Γιακουμής. «Μοιάζει να είναι καλός άνθρωπος. Όταν ακούσει πόσο πεινασμένος είμαι τις τελευταίες εβδομάδες θα καταλάβει και θα μου δώσει λίγο περισσότερα χρήματα.” Έτσι και ο Μηνάς ο υφαντής είπε ότι θα μιλήσει στον Βασιλιά για την τρύπα στο παντελόνι του και είπε ο μάστρο-Γιάννης ότι θα του πει για τα τρία πόδια του τραπεζιού του.
Λοιπόν, την ίδια ημέρα, όταν ο Βασιλιάς ήρθε στον κήπο, να σου εμφανίζεται και ο γέρο-Γιακουμής.
«Μεγαλειότατε» λέει.
“Μα είναι ο καλός μου ο γέρο-Γιακουμής!” φώναξε ο Βασιλιάς “Καλώς τον. Πώς είσαι;”
“Ας τα λέμε καλά, Μεγαλειότατε. Απλά ήλπιζα, Μεγαλειότατε, …”
“Πες μας ένα τραγούδι, Κλειδοκράτωρα”, φώναξε ο Βασιλιάς. “Μην ανησυχείς γέρο-Γιακουμή. Όλοι μας ελπίζουμε, όλοι μας ελπίζουμε.”
Ο Λόρδος Κλειδοκράτωρ τραγούδησε το Γαϊτανάκι.
“Τραγούδα και εσύ γέρο-Γιακουμή” είπε ο Βασιλιάς. «Είναι ένα καλό παλιό τραγούδι.”
Έτσι ο γέρο-Γιακουμής, ο Βασιλιάς και ο Κλειδοκράτωρ τραγούδησαν το Γαϊτανάκι.
“Πίσω στη δουλειά τώρα καλέ μου γέρο-Γιακουμή,” είπε ο Βασιλιάς, καθώς γύρισε στον φίλο του. “Θαυμάσιoς κηπουρός ο γέρο-Γιακουμής, ξέρεις.”
Στη συνέχεια ήρθε ο Μηνάς ο υφαντής.
“Πώς παν τα κέφια Μηνά;” ρώτησε χαρούμενα ο Βασιλιάς στον πιστό του εργάτη Μηνά.
“Δε βαριέσαι, Μεγαλειότατε, όλα καλά, ευχαριστώ.»
” Καλά, καλά,” είπε ο Βασιλιάς. “Δείξε μας τι έχεις κάνει σήμερα.”
Και ο Μηνάς σηκώθηκε και τους οδήγησε στος αργαλειό του. Όπως πήγαιναν, ο Βασιλιάς είδε την τρύπα στο παντελόνι του Μηνάς, και βρύχησε στα γέλια.
“Καημένε Μηνά! Ξέρεις Μηνά; Έχεις μια μεγάλη μεγάλη τρύπα στο παντελόνι σου και φαίνεται ο πισινός σου!”
“Α, ναι.” είπε ο Μηνάς “Μεγαλειότατε, μόλις ήμουν έτοιμος να σας ρωτήσω αν … αν …”
Και ο Λόρδος Κλειδοκράτωρ άρχισε να τραγουδά.
“Αν είχαν όλοι οι άνθρωποι να φαν, και οι παππούδες δόντια να μασάν. Αν η Τζέιν παντρευόταν τον Ταρζάν, αν κέρδιζε η γιαγιά μου στο κουν καν.”
Φυσικά, όλοι γέλασαν με την ψυχή τους και ο Μηνάς πήγε πίσω στη δουλειά.
“Απίθανος τύπος ο Μηνάς, άλλο πράγμα βρε παιδί μου.” είπε ο Βασιλιάς στον Κλειδοκράτωρα, και προχώρησε να συναντήσει τον Μάστρο-Γιάννη.
Όταν έφτασαν στο ξυλουργείο, ο μάστρο-Γιάννης δεν ήταν εκεί .
“Φαντάζομαι ότι θα βρίσκεται στην γωνία, πίσω από τα κασόνια. Κάποια δουλειά θα κάνει…» είπε ο Λόρδος Κλειδοκράτωρ.
“Μου είναι αδιάφορο. Δεν μου αρέσει να περιμένω!», βρόντηξε ο Βασιλιάς . “Θέλω να δω πόσο έχει προχωρήσει το καινούργιο μου κρεβάτι . Μάστρο-Γιάννη! Μάστρο-Γιάννη! “
Ο Βασιλιάς φώναξε, αλλά δεν υπήρξε καμία απάντηση. Το παλτό του μάστρο-Γιάννη ήταν κρεμασμένο στην πόρτα, και ο σάκος με τα εργαλεία του ήταν στον πάγκο. Ο Βασιλιάς πήγε προς τον πάγκο και κοίταξε μέσα στην τσάντα. Και εκεί, στη μέση του σάκου, ήταν ένα κομμάτι ωριμασμένο ξύλο. Ένα κομμάτι μιας βελανιδιάς από το δάσος του Βασιλιά.
Ακριβώς τότε, ο μάστρο-Γιάννης μπήκε στο εργαστήρι του.
“Τι είναι αυτό;” απαίτησε να μάθει ο Βασιλιάς.
Ο Μάστρο-Γιάννης δεν μπόρεσε να σκεφτεί τίποτα να πει.
” Αυτό είναι ένα… αυτό είναι… αυτό είναι ένα κατιτίς… ένα αποτέτοιο, Μεγαλειότατε.”
Ο ευτυχισμένος Βασιλιάς στράφηκε προς τον Κλειδοκράτωρ.
“Τι νομίζεις ότι είναι, Κλειδοκράτωρ;” είπε.
“Είναι ένα κομμάτι της βελανιδιάς σας, Μεγαλειότατε” είπε ο Κλειδοκράτωρ.
” Καλά, καλά, καλά,” είπε ο Βασιλιάς , και γέλασε με ένα δυσάρεστο τρόπο. “Τί ανόητος που είσαι καλέ μου μάστρο-Γιάννη! Πες του πόσο ανόητο είναι, Κλειδοκράτωρ.”
Έτσι ο Λόρδος Κλειδοκράτωρ τραγούδησε ένα τραγούδι που ονομάζεται Ανέβηκα στην πιπεριά και πήρε ένα μαχαίρι και έκοψε το αυτί του μάστρο-Γιάννη.
“Αυτό γιατί δεν ήσουν εδώ να μας υποδεχτείς όταν φτάσαμε” είπε ο Βασιλιάς. “Την επόμενη φορά, όταν σε φωνάξουμε θα είσαι παρών την αυτή στιγμή, έτσι δεν είναι; “
Ο ευτυχισμένος Βασιλιάς γέλασε με το αστείο του, ενώ ο κλειδοκράτωρ τραγουδούσε “Ανέβηκα στην πιπεριά… να κόψω ένα πιπέρι… κι η πιπεριά τσακίστηκε και μου ‘κοψε το χέρι.”
Όταν τραγούδησε τα τελευταία αυτά λόγια, ο Λόρδος Κλειδοκράτωρ έκοψε τη γλώσσα του μάστρο-Γιάννη.
“Αυτό επειδή η δικαιολογία σου δεν είχε κανένα νόημα” είπε ο Βασιλιάς.
Αμέσως μετά ο Λόρδος Κλειδοκράτωρ ήταν έτοιμος να κόψει το χέρι του δύστυχου μάστρο-Γιάννη, γιατί αυτή ήταν η τιμωρία για αυτούς που ήταν απλοχέρηδες με την βελανιδιά του Βασιλιά, καθώς και τα πουλιά του Βασιλιά, τα κουνέλια του Βασιλιά και φυσικά οτιδήποτε άλλο που φύτρωνε ή πετούσε ή ζούσε στα δάση του Βασιλιά. Αλλά όμως ο Βασιλιάς τον σταμάτησε.
“Όχι, Κλειδοκράτωρ! Μπορεί να κρατήσει το χέρι του. Θα πρέπει να τελειώσει το καινούργιο μου κρεβάτι. Όμως, μην αφήσεις το τραγουδάκι στην μέση, αγαπητέ μου. Θα θέλαμε να το απολάυσουμε.”
Οπότε και ο Κύριος Κλειδοκράτωρ αποτελείωσε το τραγούδι του.
“Δώσ’ μου το μαντιλάκι σου το χρυσοκεντημένο… να δέσω το χεράκι μου, που είναι ματωμένο.”
Μετά από αυτό, ο ευτυχής Βασιλιάς και ο υπάκουος Κλειδοκράτωρ φήγανε μαζί αφήνοντας τον μάστρο-Γιάννη να στέκεται στη μέση του εργαστηρίου του με το αίμα να τρέχει από το κεφάλι του.
“Χαζέ μάστρο-Γιάννη” είπε ο Βασιλιάς στον Κλειδοκράτωρ. “Παρόλα αυτά, τώρα θα ξέρει καλύτερα την επόμενη φορά, ψέμματα; Θέλω να πω, αν είχα τον αφήσει να ξεφύγει με αυτό το κομμάτι ξύλο, στην συνέχεια θα έκλεβε και άλλο και άλλο και δεν θα σταμάταγε ποτέ και στο τέλος θα είχε τόσο πολύ ξύλο που δεν θα χρειαζόταν να εργαστεί πια για μένα, ψέμματα; Και τότε δεν θα είχα κανένα να κάνει κρεβάτια και ντουλάπες για μένα και εταζέρες και τραπέζια και όμορφες, όμορφες καρέκλες, ψέμματα;”
“Αλήθεια, Μεγαλειότατε.” είπε ο Κύριος Κλειδοκράτωρ, καθώς καθάριζε το αίμα του δύστυχου μάστρο-Γιάννη από το βασιλικό μαχαίρι. “Και φυσικά, Μεγαλειότατε, θα είναι ένα παράδειγμα για όλους τους υπηκόους σας. Όλοι θα μάθουν το μάθημα του μάστρο-Γιάννη.”
Ο Βασιλιάς χαμογέλασε ευτυχισμένος.
“Έκανα πολύ καλή δουλειά σήμερα, Κλειδοκράτωρ” είπε ο Βασιλιάς.
“Ναι , κάνατε καλή δουλειά σήμερα.” είπε ο Λόρδος Κλειδοκράτωρ.
“Νομίζω, η Δικαιοσύνη έλαμψε στην Χώρα μου, ψέμματα Κλειδοκράτωρ;”
“Αλήθεια, Μεγαλειότατε. Η Δικαιοσύνη είχε σίγουρα έλαμψε, Κύριέ μου,” είπε ο Λόρδος Κλειδοκράτωρ.
Και τους οδήγησε η άμαξα μακριά προς το παλάτι.
Καθώς η άμαξα πιλαλαλούσε, με τον έναν δίπλα στον άλλον, σε όλη την διαδρομή και κατά μήκος του στριφογυριστού δρόμου που οδηγούσε στο παλάτι, ούτε ο Βασιλιάς ούτε ο Λόρδος Κλειδοκράτωρ είχαν μάτια για να δούν τις εκατοντάδες των αγελαδάρηδων και αρτοποιών και καμαριέρηδων και ζητιάνων και βοσκών και ραφτών που είχαν επίσης λάβει μερίδιο της Δικαιοσύνης του Βασιλιά, όπως ακριβώς και ο δύστυχος Μάστρο-Γιάννης ο ξυλουργός.
Καθώς προσπερνούσαν όλον τον κόσμο ούτε ο Βασιλιάς ούτε ο Κύριος Κλειδοκράτωρ μπορούσαν να ακούσουν τη λαλιά των υπηκόων του βασιλείου. Και ο ευτυχισμένος Βασιλιάς και ο Κλειδοκράτωρ δεν μπορούσαν να φανταστούν σε καμία περίπτωση, τί ετοίμαζαν εκείνοι οι άνθρωποι. Ότι φτάνει ο καιρός που τα Καλά Λόγια του Βασιλιά και η Δικαιοσύνη του Βασιλιά θα σταματήσουν μια για πάντα.
Για τον Tarek el-Tayyib Mohamed Ben Bouazizi (March 29, 1984 – January 4, 2011)